κελαινός

κελαινός
κελαινός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, μαύρος (α. «κελαινὴ νύξ», Ομ. Ιλ.
β. «κελαιναὶ Ἐρινύες» γ. «κελαινὰν θῑνα»)
2. αυτός που δεν τόν φωτίζει ο ήλιος, σκοτεινός
3. μτφ. (για πάθος) δυσάρεστος, δριμύς («κελαινὴ δίψα», Λυκόφρ.)
5. (για λόγχη) μαύρη από το αίμα, αιματοβαμμένη
6. φρ. α) (για τους Αιθίοπες) «κελαινὸν φῡλον» — μελαψή φυλή, Σοφ. β) «λύει κελαινὰ βλέφαρα» — λέγεται για άνθρωπο που πεθαίνει, Σοφ.
επίρρ...
κελαινῶς (Μ)
σκοτεινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εμφανίζει πιθ. επίθημα -νός (πρβλ. ερεμ-νός, περκ-νός), το θ. κελαι- όμως παραμένει ανερμήνευτο. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. κόλυμβος και το επίθ. κιλλός*. Ο τ. απαντά στη Μυκηναϊκή με τη μορφή kerano και δήλωνε ένα μαύρο βόδι.
ΠΑΡ. αρχ. κελαινιώ, κελαινώ. Συνθ. (Α' συνθετικό) αρχ. κελαινεγχής, κελαινεφής, κελαινόβρωτος, κελαινοφαής, κελαινόφρων, κελαινόχρους, κελαινώπας, κελαινωπός, κελαινώψ
αρχ.-μσν.
κελαινόρρινος, κελαινόχρως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κελαινός — black masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινά — κελαινός black neut nom/voc/acc pl κελαινά̱ , κελαινός black fem nom/voc/acc dual κελαινά̱ , κελαινός black fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινῶν — κελαινός black fem gen pl κελαινός black masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινόν — κελαινός black masc acc sg κελαινός black neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαιναῖς — κελαινός black fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαιναί — κελαινός black fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινοτάτην — κελαινός black fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινοτάτοιο — κελαινός black masc/neut gen superl sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινοτάτου — κελαινός black masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινοτέρη — κελαινός black fem nom/voc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”